ἐπιχλευάσας

ἐπιχλευάσας
ἐπιχλευά̱σᾱς , ἐπιχλευάζω
jeer
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπιχλευά̱σᾱς , ἐπιχλευάζω
jeer
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπιχλευά̱σᾱς , ἐπιχλευάζω
jeer
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπιχλευά̱σᾱς , ἐπιχλευάζω
jeer
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπιχλευάσᾱς , ἐπιχλευάζω
jeer
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐπιχλευάσᾱς , ἐπιχλευάζω
jeer
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”